Φόβος: ο συνοδός σου…
Σε πιάνει απ΄ το χέρι σφικτά. Η παλάμη του «δένει» στην δική σου και η σχέση «κλειδώνει» αρμονικά με τα μεγάλα δάχτυλα και των δύο.
Πορεύεσθε.
Σηκώνεις τα μάτια πλαγιάζοντας λίγο το κεφάλι προς τα πάνω και σκιάζεσαι. Αντικρίζεις με δέος τον πανύψηλο, σωματώδη, επιβλητικό, σχεδόν παραμορφωμένο στο σώμα και το πρόσωπο, άσχημο εν τέλει, συνοδό σου. Βρέθηκες σε αδυναμία. Ήταν κακιά η συγκυρία και η ώρα. Τον χρειάστηκες. Θα τον υποστείς. Ωστόσο έχει όγκο, αυτό να λέγεται. Σου δίνει την αίσθηση της σιγουριάς. Λες, ωραία, εδώ είμαι. Βολεύτηκες. Σκύβει, βάζοντας την παλάμη του στο αφτί σου. Σιγοψιθυρίζει αργά-αργά και οι λέξεις του τονίζονται μία-μία: δεν θα πας, δεν θα κάνεις, δεν θα ακούς, δεν θα βλέπεις, δεν, δεν, δεν και μην τολμήσεις, θα στα πάρουν όλα, μην, μην, μην… Το κατάλαβες καλά. Τρόμαξες. Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου. Υποτακτικά, του ρίχνεις μια κλεφτή ματιά για να του επιβεβαιώσεις την προσήλωσή σου.
Πορεύεσθε.
Είστε μαζί για ώρες, μέρες, ίσως και χρόνια. Μα, τι στην ευχή, είστε στο ίδιο σημείο. Δεν έχετε προχωρήσει. Έχεις κουραστεί. Έχεις στερηθεί. Συνειδητοποιείς ότι σε εξαπάτησε. Σου αφαίρεσε ζωή. Κοιτάζεις γύρω σου και βλέπεις μόνο αυτούς που περπατούσατε παράλληλα. Παραμένουν κι αυτοί στην γραμμή τους. Συνοδοιπόροι ασφαλείας. Είναι όμως πολλοί, δεξιά κι αριστερά, καρφωμένοι στο ίδιο σημείο. Κοντοστέκεσαι. Θέλεις να επιβεβαιώσεις την ορθότητα της επιλογής σου. Κάτι σε τρώει, λες, βρε αδερφέ γιατί δεν συνέπεσαν οι περπατησιές μας; Που βρίσκονται οι υπόλοιποι; Τόσα χιλιόμετρα, τόσες ώρες, τόσα χρόνια… Απομονώθηκες.«Καλουπώθηκες».
Τους ρίχνεις μια δεύτερη ματιά. Σηκώνεις το χέρι δειλά και τους χαιρετάς από μακριά. Μοιάζουν συνοφρυωμένοι. Σου κάνουν σινιάλο, εμψυχωτικό αλλά ανήμπορο να καταλαγιάσει το θυμό σου. Μπαίνεις στον πειρασμό. Θα αντιδράσεις. Έχεις πλέον νευρικότητα. Την μεταδίδεις άθελά σου με τις κινήσεις του καρπού σου. Το καταλαβαίνει! Για τον ίδιο λόγο, οι ματιές σας συναντιούνται και ξεμακραίνουν απότομα. Η σχέση ραγίζει.
Πορεύεσθε.
Γυρίζεις το κεφάλι ψηλά να τον κοιτάξεις. Αποφασισμένος. Μα, τόσα χρόνια γιατί παρέμεινες μπροστά του τοσοδούλης; Αναρωτιέσαι. Γιατί δεν ψήλωσες, γιατί δεν αντρειώθηκες, γιατί δεν άνοιξες φτερά… Ανατριχιάζεις. Αναλογίζεσαι πόσα ψέματα σου έχει αραδιάσει. Άφησες λίγους να γιγαντωθούν. Να σε εκμεταλλεύονται. Να σε εξουσιάζουν. Να σε πουλάνε και να σε αγοράζουνε. Να σε διαιρούν, σε κόμματα και κομμάτια. Να σε κάνουν κομματάκια. Κι αυτοί να βασιλεύουνε. Στην πλάτη σου! Κι όμως ονειρεύτηκες… Τώρα θα λογαριαστείτε.
Σε αγκαλιάζει στοργικά και σε οδηγεί πονηρά στο ίδιο μέρος. Στην πολυθρόνα. Σε καθίζει με μπυρίτσα και μεζέ. Κατάφατσα, η οθόνη. Σου δίνει το τηλεχειριστήριο με σιγουριά και σε προσκαλεί: επέλεξε. Πατάς εσύ όλα τα κουμπιά, ξανά και ξανά. Ξεπροβάλουν όμως δεκάδες παρόμοιοι με τον συνοδό σου! Από παντού. Δεν τους προλαβαίνεις. Σωματώδεις, πανύψηλοι, επιβλητικοί, σχεδόν παραμορφωμένοι στο σώμα και το πρόσωπο, άσχημοι εν τέλει. Τέρατα. Αυτοί δεν σιγοψιθυρίζουν. Εκκωφαντούν! Λένε όμως, τα ίδια: δεν θα πας, δεν θα κάνεις, δεν θα ακούς, δεν θα βλέπεις, δεν, δεν, δεν και μην τολμήσεις, θα στα πάρουν όλα, μην, μην, μην…
Το κατάλαβες καλά. Τρόμαξες. Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου. Υποτακτικά, του ρίχνεις μια κλεφτή ματιά για να του επιβεβαιώσεις ξανά την προσήλωσή σου.
Είναι πολλά τα χρόνια. Ίδιο δρομολόγιο, ίδιο μαρτύριο. Ο εγκέφαλός σου έχει ήδη πλυθεί. Ο εικονικός κόσμος των τεράτων έγινε κτήμα σου. Ενσωματώθηκες. Λογοφέρεις, με όποιον τολμήσει να στον απορρίψει. Με όποιον δεν έχει συνοδό. Αυτό σε εξοργίζει. Έγινες υποχείριο. Βελάζεις!
Έλα, σώπα, ήρθε η ώρα να ξαπλώσεις. Να ηρεμήσεις. Σου είναι πλέον δύσκολο.
Κι όμως ονειρεύτηκες… Έναν κόσμο διαφορετικό, ομορφότερο, πιο δίκαιο. Χωρίς φτώχεια και πείνα. Πολέμους και φονικά. Χωρίς αφεντικά και μπασκίνες. Εξουσιαστές και ανθρωπάκια. Χωρίς χρήμα, οθόνη και συνοδό. Μονάχα γης. Θάλασσα, ουρανό κι άνθρωποι. Ευτυχείς. Πλημμυρίζεις ωραία αισθήματα κι αρώματα. Αγαλλιάζεις!
Ξυπνάς ταραγμένος. Πετάγεσαι απότομα από το κρεβάτι. Κοιτάς λίγο πάνω, δεξιά κι αριστερά. Εστιάζεις. Σου μειδιά… Είναι πάντα εκεί.
Σε πιάνει απ΄ το χέρι σφικτά. Η παλάμη του «δένει» στην δική σου και η σχέση «κλειδώνει» αρμονικά με τα μεγάλα δάχτυλα και των δύο. Πορεύεσθε…
Του Στάθη Φαρμακίδη.